Εργασίες μαθητών

«Το χαμένο ακρογιάλι»
“Τα όνειρα όλα σβήσανε, χαθήκαν κι οι ελπίδες
Η πόλη μας εκάηκε, την φάγανε οι Τούρκοι
Τα κτίρια γκρεμίστηκαν, ο θάνατος ολούθε
Ο τρόμος μας κατέκλυσε, αυτός κι η απελπισία
Η άνθιση κι ο πλούτος μας, γινήκαν όλα στάχτη
Δεν είναι πια η Σμύρνη μας, παν πια τα μεγαλεία
Το σπίτι μας το χάσαμε, το βιος μας κατεστράφη
Μονάχα μνήμες έμειναν, από το παρελθόν μας
Δεν έχει πλέον γυρισμό στης Σμύρνης το λιμάνι
Θα φύγουμε σαν πρόσφυγες, στην ξένη την πατρίδα
Ζωές θα ξαναχτίσουμε και τον πολιτισμό μας
Μα θέλουμε, δεν θέλουμε, η Σμύρνη είναι μία
Και είναι πια ένα άπιαστο, χαμένο ακρογιάλι.”
Καραγιαννοπούλου Ελίζα, Γ1, 3ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Υπεύθυνοι Εκπ/κοί: Σαλαμβά Αικατερίνη / Παπαδοπούλου Ευθυμούλα 2022

«Οι ανώνυμοι που υπερασπίστηκαν το Οχυρό· μια μικρή ιστορία»
6 Απριλίου 1941. Η Άνοιξη έχει κάνει αισθητή την παρουσία της στον
ουρανό και στη γη της Ελλάδας. Ο ήλιος λούζει με το φως του τα
περιβόλια, τα δέντρα μπουμπουκιάζουν και τα πουλιά κελαηδώντας
συνοδεύουν τις νοικοκυρές του χωριού με έναν χαρούμενο σκοπό. Αν και
η τύχη του ελληνικού κράτους προβλεπόταν ευοίωνη, καθώς οι Ιταλοί
έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα, ωστόσο, τις τελευταίες μέρες,ο
ανοιξιάτικος καιρός με την εθνική κατάσταση ήταν έτοιμοι για ένα
οξύμωρο σχήμα. Με την εισβολή των Γερμανών στον ελλαδικό χώρο, ο
Βασίλης άλλαξε θέση μάχης με σκοπό να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη
από την μια και από την άλλη, να βρίσκεται πιο κοντά στη μητέρα του
που είναι βαριά άρρωστη.
Από τις 05:15 το πρωί, το οχυρό Ιστίμπεη βομβαρδίζεται ανελέητα από
πυροβόλα και από αεροπλάνα. Οι Γερμανοί ναι, υπερτερούνε
αριθμητικά, τους λείπει όμως το πάθος. Οι Έλληνες κάνουν φανερό ότι
έχουν έντονο μέσα τους το αίσθημα της φιλοπατρίας και είναι τόσο
μεγάλη η αγάπη και η προσήλωση στα εθνικά ιδεώδη κι είναι τόσος ο
ζήλος και η αυτοθυσία για την προστασία τους! Ο Βασίλης ακούει τις
σφαίρες που συγκλονίζουν τα πάντα. Είναι αποφασισμένος να
υπηρετήσει την πατρίδα του, τις ρίζες του, τον σκοπό του. Στις 07:00
ξεσπάει αγώνας φονικός. Αυτή η μάχη έχει ως συνέπεια τον
αποδεκατισμό των αντιπάλων, οι οποίοι, ωστόσο, δεν υπέκυψαν. Δυο
εκατοντάδες Γερμανοί δυναμιτιστές προσπαθούν να καταστρέψουν το
οχυρό με ηλεκτρικά τρυπάνια. Δεν τα καταφέρνουν. Έρχεται η νύχτα και
καλύπτει με το πέπλο της την πλάση γύρω. Τίποτε δεν αποθαρρύνει τους
Έλληνες, οι οποίοι κλεισμένοι μέσα έχουν αποφασίσει να αμυνθούν με
κάθε δυνατό μέσο. Και όντως, έτσι έγινε, γιατί η πρώτη εκατοντάδα
αντιπάλων που επιχείρησε να παραβιάσει το οχυρό, βρήκε γρήγορο
θάνατο ή θανατηφόρο τραυματισμό. Το θέαμα ήταν εφιαλτικό. Οι
υπόγειοι διάδρομοι του οχυρού γεμάτοι πτώματα και ανήμπορους,
σχεδόν έτοιμους να παραδώσουν το πνεύμα. Ο Βασίλης δεν μπορεί παρά
να το εκλάβει όλο αυτό ως προοικονομία. Τριγύρω του νεκροί και κάπου
εκεί κοντά του, στο χωριό, η μάνα του, που παλεύει και αυτή με τον
θάνατο. Εκεί που ο άνθρωπος χρειάζεται πιο πολύ απ’όλα τα ψυχικά
αποθέματα, εκεί είναι που αξίζει να αγωνίζεται για να μην τον
εγκαταλείψουν.
Το επόμενο πρωί, της 7ης Απριλίου, ένα άλλο οχυρό ανακοίνωσε την
παράδοση του. Το Οχυρό Ιστίμπεη και η μητέρα του Βασίλη πορεύονται
κι αυτοί προς τον θάνατο. Βίοι παράλληλοι. Οι Γερμανοί ελευθερώνουν
ασφυξιογόνα αέρια και φλεγόμενη βενζίνη στις υπόγειες στοές. Ο
Βασίλης προσπαθεί να το παλέψει, να τα αποφύγει μα εισπνέει το
δηλητήριο. Η μάνα του ανησυχεί, τα νέα για το οχυρό Κελκαγιά
διαδόθηκαν. Ο Βασίλης αρχίζει να ζαλίζεται. Η μάνα ιδρώνει και ο
πυρετός ανεβαίνει. Τα γιατροσόφια δεν αποδίδουν πια. Ο Βασίλης
δυσκολεύεται να κρατηθεί όρθιος. Οι ανάσες του γίνονται κοφτές και
βγαίνουν με δυσκολία. Η μάνα νοιώθει εξουθενωμένη. Αρχίζει και
παραμιλάει για τον Βασίλη της, τον γιο της, τον ήρωά της, που την ίδια
στιγμή πέφτει στα γόνατα και προσπαθεί να διατηρήσει τις αισθήσεις
του. Τα μάτια της έκλεισαν, ο Βασίλης λιποθύμησε. Η μάνα πια
αντάμωσε τον πεθαμένο από χρόνια άντρα της, του ΄πε τα νέα τα
τραγικά, ο γιος τους τον έβλεπε κι αυτός από μακριά, του χαμογελούσε κι
όλο πλησίαζε… Έτσι η μάνα κείτεται στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι της,
με τα μοσχομυριστά σεντόνια και ο γιος καταπονημένος, ζωσμένος
ολόγυρα από τον ίδιο τον θάνατο πριν ακόμα τον βρει.
Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες, το οχυρό παραδόθηκε, τελικά,
στις 16:00 της ίδιας μέρας. Αξιωματικοί, οπλίτες και όλοι οι
εμπλεκόμενοι αιχμαλωτίζονται και οδηγούνται σε βουλγαρικό έδαφος
υπό συνθήκες άθλιες και υποτιμητικές. Ή πιο σωστά, όχι υποτιμητικές,
μόνο τιμητικές, γιατί οι Έλληνες πάλεψαν μέχρι τέλους για τα ιδανικά
της πατρίδας τους και απέδειξαν για ακόμα μια φορά πως παρά την
αριθμητική ανισότητα, πραγματικός πολεμιστής είναι αυτός που παλεύει
με την ψυχή του και όχι μονάχα με το μυαλό του. Πάλεψαν όχι μονάχα
επειδή τους διέταξαν αλλά επειδή τους το είπε η καρδιά τους και μέσα
στην καρδιά τους ήταν η Πατρίδα. Αυτοί είναι οι ήρωες.
Όταν δύο μέρες μετά υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο Συνθηκολόγησης,
αφέθηκαν ελεύθεροι στη Μεθόριο. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν
διπλάσιες από τις ελληνικές, που ανήλθαν μόλις σε 70 τραυματίες, 24
νεκρούς κι ανάμεσά τους κάποιον Βασίλη…
Μαθήτρια: Λύρα Αλεξάνδρα Τάξη: Γ΄ Γυμνασίου Σχολείο: 3ο Γυμνάσιο Κομοτηνής
Υπεύθυνοι Εκπ/κοί: Σαλαμβά Αικατερίνη / Παπαδοπούλου Ευθυμούλα 2022

Υπεύθυνοι Εκπ/κοί: Σαλαμβά Αικατερίνη / Παπαδοπούλου Ευθυμούλα 2022

«Ρηνιώ»
1440 – Σε ένα χωριό στα παράλια της Μικράς Ασίας
Η Ρηνιώ κάθεται στον κήπο της και περιποιείται τις κόκκινες
τριανταφυλλιές. Είναι μόνη εδώ και δέκα μέρες, ο σύζυγος της έχει πάει για
δουλειές στη Σμύρνη. Γνωρίζει ότι τα ταξίδια είναι δύσκολα, αν και αυτήν τη
διαδρομή την κάνει συνεχώς ο άνδρας της. Η Ρηνιώ όμως διαισθάνεται πως
κάτι κακό έχει συμβεί μα δεν θέλει να το πιστέψει. Είναι νιόπαντρη, ούτε
τέσσερις μήνες. Έχει και ένα παιδί στα σπλάχνα της. Τι θα γίνει άμα μείνει
ορφανό; “ Δεν είναι καιροί για να μένεις μόνη με ένα παιδί, ειδικά σε μια
περιοχή που κυριαρχούν οι Οθωμανοί. Οι Τούρκοι είναι άγρια θεριά. Σφάζουν
για δική τους ευχαρίστηση. Όλα αυτά είναι μέσα στην καθημερινότητά τους.”
Στο χωριό οι Οθωμανοί ήταν πολλοί. Υπήρχαν και οι ντόπιοι. Μα δεν
ήταν όπως παλιά.
“Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Η ευγένεια, η αγάπη για τον γείτονα έχει
αντικατασταθεί από τον τρόμο. Οι κάτοικοι που κάποτε ήταν σαν αδέρφια,
μοιράζονταν τις λύπες και τις χαρές, τώρα δεν μιλιούνταν. Οι άνδρες παλιά,
κάθονταν στο καφενείο και μιλούσαν τα απογεύματα ή έπαιζαν τάβλι ως
αργά, όλοι γύρω από ένα τραπέζι. Οι γυναίκες έπλεναν, μαγείρευαν και
κουτσομπόλευαν όλες μαζί. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έπαιζαν στην
πλατεία. Τώρα πια οι άνδρες κάθονται ο καθένας μόνος του ή δεν πηγαίνουν
καθόλου στο καφενείο. Το τάβλι έχει γεμίσει αράχνες στο ράφι. Κάθε γυναίκα
πλένει και μαγειρεύει μόνη της. Κουτσομπολιά έχουν να ακουστούν καιρό.
Μόνο ψίθυροι ακούγονται από κάποια στόματα. Τα παιδιά έχουν χάσει την
αίσθηση της παρέας. Το καθένα παίζει μοναχό του στην αυλή του κι αν τύχει
και κάποια συναντηθούν να παίξουν, τα απομακρύνουν αμέσως. Τα καημένα
τα παιδιά! Όλοι μόνοι τους. Στην αρχή κοινός εχθρός ήταν οι Οθωμανοί. Τώρα
είναι και ο διπλανός, ο απέναντι, ο οποιοσδήποτε. Έλληνας φοβάται Έλληνα
μην τυχόν και τον μαρτυρήσει στους Οθωμανούς ή κατασκευάσει ψευδή
στοιχεία και βρεθεί απαγχονισμένος. Εκεί φτάσαμε.”
Αυτά αναλογιζόταν η Ρηνιώ και δεν πρόσεξε το αγκάθι που της τρύπησε
το δάχτυλο και τώρα έτρεχε αίμα. Κόκκινο αίμα. Σαν αυτό που χυνόταν άδικα
από τα χέρια των Οθωμανών.
“Τι είναι ένα αληθινό αγκάθι, ένα τίποτα. Τα χειρότερα αγκάθια δεν είναι
αυτά της τριανταφυλλιάς, αλλά αυτά που μπήγουν στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου. Χιλιάδες μικρά αγκάθια μα πολύ επίπονα. Που δεν οφείλονται στα
τριαντάφυλλα, αυτά τα τόσο όμορφα λουλούδια, αλλά σε κάτι πολύ πιο
άσχημο, τους Οθωμανούς, αυτούς τους αγροίκους που εισέβαλαν έτσι στις
ζωές των ανθρώπων. ”
Πέρασε η ώρα, η Ρηνιώ τελείωσε με τις τριανταφυλλιές και πήγε μέσα,
συγύρισε και κάθισε να πλέξει. Έβλεπε το δρομάκι απέξω, ψυχή δεν
περνούσε. Ξημέρωσε και βγήκε να πάει στην αγορά. Κόσμος πολύς μα δεν
μιλούσαν, βιάζονταν.Κοιτούσαν μόνο ο ένας τον άλλον και συναισθήματα
καχυποψίας, φόβου και αγωνίας κατέκλυζαν την πλατεία. Επικρατούσε
νεκρική σιωπή. Πρωτόγνωρο, σαν να προμήνυε κάτι.
Μέσα σε μια στιγμή όλα άλλαξαν, κάποιος ήρθε από ένα στενάκι,
στάθηκε στο κέντρο και άρχισε να φωνάζει. Γρήγορα όλοι μαζεύτηκαν γύρω
του για να ακούσουν. Πήγε και η Ρηνιώ να ακούσει.
Θάνατοι! Πολλά ονόματα, δεκάδες ονόματα κι ανάμεσα το όνομα του
ανδρός της. Την έπιασε τρέμουλο, σπασμοί, κάποιος πήγε δίπλα της, δεν
κατάλαβε. Την βοήθησαν να καθίσει και ξέσπασε σε κλάματα, έκλαιγε γοερά,
ποτάμι τα δάκρυα.
“Μακάρι να πνίγονταν μέσα του οι Οθωμανοί που έφταιγαν για όλα.”
Ο χειρότερός της εφιάλτης επιβεβαιώθηκε, και χήρα και με ορφανό.
Πήγε στο σπίτι Το σώμα του συζύγου της δεν το φέραν στο χωριό, μονάχα
αργά το απόγευμα ήρθε κάποιος να τη ρωτήσει άμα αναγνώριζε ένα πουγκί
που βρήκαν με τα αρχικά του ανάμεσα στα πτώματα. Το αναγνώρισε, το είχε
ράψει η ίδια ως δώρο για τη γιορτή του. Τώρα ήταν επίσημο, τον φάγαν οι
Οθωμανοί. Ποιος ξέρει για ποιον λόγο, δεν θα το μάθαινε. Έφτιαξε ένα μνήμα
και βράδυ, πίσσα σκοτάδι κάλεσε τον παπά για την κηδεία.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Δεν ξέχασε, πώς να σβήσουν οι
μνήμες; Έχουν χαραχτεί στην ψυχή, έχουν γίνει ένα. Θυμάται τα πάντα. Το
μίσος μέρα με τη μέρα μεγαλώνει, έχει γίνει θεριό ανήμερο που με δυσκολία
συγκρατιέται μέσα της. Η αδικία την πνίγει, της τρώει τα σωθικά, αργά και
βασανιστικά σαν ένας τερμίτης που τρώει το ξύλο. Η ζωή που της έδωσε τόσες
λύπες τής έδωσε και μια χαρά, τον Στέργιο, τον γιό της. Από βρέφος τού
μιλάει για τον πατέρα, τους Οθωμανούς, τους φονιάδες. Άλλες μάνες
κοιμίζουν τα παιδιά με παραμύθια και νανουρίσματα, η Ρηνιώ τον κοιμίζει με
τα εγκλήματα των Οθωμανών. Ο Στέργιος μεγάλωσε, έφτασε τα πέντε και το
δώρο των γενεθλίων του ήταν μια ξεχωριστή ευχή από τη μητέρα του.
-Να μεγαλώσεις και να τιμωρήσεις τους Τούρκους γι’ αυτό που κάναν στον
πατέρα σου. Για εκείνον και για την οικογένειά μας. Αργά το ίδιο βράδυ και
ενώ κοιμόταν ο μικρός Στέργιος και η Ρηνιώ, ακούστηκαν από τον δρόμο
ποδοβολητά, φωνές, κλάματα και ουρλιαχτά. Ξύπνησε και η Ρηνιώ και
σηκώθηκε να δει τι γίνεται. Δεν πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα και δύο
Οθωμανοί οπλισμένοι μπούκαραν στο σπίτι. Κρατούσαν κάτι κόκκινα
υφάσματα. Με φωνή απότομη και δυνατή ρώτησαν τη Ρηνιώ πόσα παιδιά
έχει και τις ηλικίες τους. Η Ρηνιώ με τα τούρκικα που ήξερε τους εξήγησε πως
έχει ένα γιό. Τότε οι Τούρκοι αλληλοκοιτάχτηκαν και απαίτησαν να τον φέρει
στο δωμάτιο. Εν τω μεταξύ, ο Στέργιος είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε την
σκηνή από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Όταν τον είδαν, ο ένας Τούρκος
τον τράβηξε και τον έσυρε μπροστά στην πόρτα. Η Ρηνιώ κοιτούσε αμίλητη.
Όταν κατάφερε να βρει τα λόγια της, είπε με φωνή τρεμουλιαστή στους
Τούρκους.
– Τι κάνετε; Τι τον θέλετε τον γιό μου;
– Τον γιό σου; Δεν είναι δικός σου πια. Θα τον πάρουμε μαζί μας. Εντολές του
σουλτάνου. Ανήκει στον σουλτάνο. Θα γίνει ένας γενίτσαρος, θα πολεμάει για
εμάς, για την Αυτοκρατορία.
Στο άκουσμα αυτής της φράσης η Ρηνιώ έσπασε, δεν την κρατούσαν
πια τα πόδια της, έκλαιγε και βλέποντάς την έτσι, έκλαιγε και ο Στέργιος.
Προσπάθησε να πάει κοντά του, να τον πάρει μακριά από τους Τούρκους μα
αυτοί την κλοτσούσαν. Συνέχιζε όμως, φωνάζοντας, κλαίγοντας. Καταριόταν
τους Οθωμανούς και τον σουλτάνο. Οι δύο Οθωμανοί δεν πτοήθηκαν από τις
φωνές της και πήραν το παιδί. Η Ρηνιώ τους ακολούθησε κλαίγοντας. Έξω
υπήρχαν κι άλλες μάνες που έκλαιγαν στους ώμους των συζύγων τους. Η
Ρηνιώ πάλευε με τους Οθωμανούς για να αφήσουν το παιδί της, μα αυτοί
συνέχιζαν να την κάνουν πέρα χτυπώντας την. Τελικά την άφησαν αιμόφυρτη
στο χώμα και το κάρο το οποίο είχε στοιβαγμένα αγοράκια που έκλαιγαν και
ζητούσαν τις μητέρες τους, χάθηκε στον ορίζοντα. Μάζεψαν τη Ρηνιώ,
περιποιήθηκαν τα τραύματα και την έβαλαν να ξαπλώσει. Δεν έπαψε ούτε
στιγμή να κλαίει, κλάμα βουβό. Πέντε μερόνυχτα έκλαιγε, είχε μεταμορφωθεί
από ένα πλάσμα γλυκό σε ένα πλάσμα χωρίς ψυχή, μόνο οστά και μίσος.
Τα χρόνια συνέχισαν να περνάν. Μετά το τραγικό συμβάν, όλο το χωριό
έγινε ένα, συμμάχησε κατά των Οθωμανών. Μετά από σχεδόν δεκαπέντε
χρόνια σε μία επίσκεψη του σουλτάνου, το χωριό ετοίμασε ένοπλη ενέδρα ως
αντίποινα για το παιδομάζωμα. Όταν ο σουλτάνος έφτασε με φρουρά εκατό
ατόμων ξέσπασε μεγάλη συμπλοκή. Δεν ήταν μόνο άνδρες, κύριο ρόλο είχαν
οι οργισμένες μάνες οι οποίες ήθελαν εκδίκηση για τα παιδιά τους. Στην μάχη
συμμετείχε και η Ρηνιώ, σκότωσε δυο, τρεις Τούρκους και έφτασε πολύ κοντά
στον σουλτάνο μα την πρόλαβε ένας νέος και τη μαχαίρωσε. Το χτύπημα ήταν
τόσο δυνατό που ήταν μοιραίο. Η Ρηνιώ μην μπορώντας να κουνηθεί και να
συνεχίσει τον αγώνα έμεινε πεσμένη στο έδαφος βαριανασαίνοντας. Αυτός
που την μαχαίρωσε γύρισε να δει αν πέτυχε τον στόχο και έπειτα έφυγε. Η
Ρηνιώ όμως τον είδε, είδε τα μάτια του, τον αναγνώρισε. Ήταν ο γιος της, ο
Στέργιος. Είχε αλλάξει μα η μάνα αναγνώρισε το παιδί της. Προσπάθησε να
σηκωθεί, να πάει κοντά του μα δεν τα κατάφερε, ίσα που σηκώθηκε και έπεσε
ξανά κάτω, με σπαραχτική φωνή είπε για τελευταία φορά «παιδί μου!»
Έτσι η Ρηνιώ πήγε σε έναν καλύτερο κόσμο χωρίς πολέμους, σε έναν
κόσμο που όλοι ήταν ίσοι και αδελφοί. Η μάχη συνεχίστηκε, μα δεν είχε καλή
κατάληξη. Πολλοί σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι
και θανατώθηκαν προς παραδειγματισμό. Ένα ολόκληρο χωριό ξεκληρίστηκε.
Ανευλαβή Έφη, Γ1, 3ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Υπεύθυνοι Εκπ/κοί: Σαλαμβά Αικατερίνη / Παπαδοπούλου Ευθυμούλα 2022